ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ (BLOG) ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟΥ

Το Αναγνωστήριον " ΑΙ ΜΟΥΣΑΙ" σας καλωσοριζει σ'αυτό το χώρο , όπου θα φιλοξενούνται λογοτεχνικά κείμενα (πεζά ή ποιήματα) Καλυμνίων ή φίλων της Καλύμνου !
Όλες οι συνεργασίες που προάγουν τον πολιτισμό και τις παραδόσεις μας , είναι "καλοδεχούμενες" !
Ελπίζουμε και φιλοδοξούμε , αυτό το ιστολόγιο να γίνει ενας μικρός πνευματικός φάρος , που όπως και το Αναγνωστήριο για πάνω από 100 χρόνια , θα σκορπά το φως του στα υποφωτισμένα σοκκάκια της μοντέρνας ψευτοκουλτούρας !

Αποχαιρετιστηρια ομιλια του απερχομενου Προεδρου του Αναγνωστηριου

22.12.09

Η γιορτή της ελπίδας

«Απ’ τις γιορτές, αυτήν κυρίως ψηλά γιορτάζει όλος ο κόσμος», έγραφε ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης για τα Χριστούγεννα. Στην βαθειά του πίστη στήριζε ο ποιητής την εσωτερική του ενόραση για τη φάτνη, παρά τα όσα γήινα τροφοδοτούσαν τις αισθήσεις του σώματός του : « Είδα αυτό το Αχούρι, σκοτεινό, αμελημένο, και οσφράνθηκα και πάτησα το μαλακό σανό…».
Δεν είναι και τόσο εύκολο σήμερα, είτε ανήκουμε στους πιστεύοντας και θρησκευόμενους είτε όχι, να οσφρανθούμε την πραγματική οσμή που αναδύει η φάτνη της Θείας Γέννησης. Θέλει μεγάλη προσπάθεια για να βρεθεί το νόημά της έπειτα από τόση παραχάραξη και νόθευση. Από την εποχή του Ευαγγελιστή Ματθαίου και των γραφών κύλησε πολύ νερό στο μήλο της ιστορίας και των εθίμων. Στις ημέρες της εμπορευματοποίησης των πάντων ακόμα και οι φιγούρες της Αγίας Οικογένειας, το Θείο βρέφος, οι Μάγοι, φαντάζουν χάρτινοι ή πλαστικοποιημένοι στους πρόποδες του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Κανένας δεν θυμάται πια ότι κάποτε ο «εκ Παρθένου τεχθείς», σε μια συμβολική πράξη, άρπαξε το «φραγγέλιο» για να εκδιώξει από το ναό τους αχαλίνωτους κερδοσκόπους.

Στη σημερινή εποχή θέλει πολύ κουράγιο για να ανακαλύψει κανείς ψήγματα αγάπης και ανθρωπισμού στον παγκόσμιο ιστό ή στον περίγυρο της καθημερινής ζωής μας. Αποτελεί άπιαστο όνειρο η ανατολή του «Ηλιου της δικαιοσύνης» που επαγγέλλεται το χριστουγεννιάτικο απολυτίκιο. Δυσεύρετη παραμένει η δικαιοσύνη ακόμα και ανάμεσα σε εκείνους που δηλώνουν διάκονοι του θείου. Κι’ ας μη μιλάμε πια για «χιτώνες». ¼σους και να έχουμε όχι μόνο δεν δίνουμε τον ένα στο συνάνθρωπό μας που υποφέρει, αλλά προσπαθούμε να του αρπάξουμε και το μοναδικό που έχει. Και είμαστε ικανοί για όλες τις μικρότητες και όλες τις αθλιότητες.

Δεν μπορώ να ξέρω πόσοι από εμάς βρίσκουν ομοιότητες στη σύγκριση της σημερινής παγκοσμιοποιημένης εποχής με εκείνην, της κυριάρχου ρωμαϊκής τυραννίας, στην οποία γεννήθηκε ο Χριστός. Δεν μπορώ, ακόμα, να γνωρίζω πόσοι από εμάς πιστεύουν στην ανάγκη ύπαρξης των εορτών και το συμβολισμό τους.

Ομως από παλιά, από τον καιρό του Αβδηρίτη φιλόσοφου Δημόκριτου, ξέρει ο άνθρωπος ότι «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός αναπάνδοχος». Δηλαδή η ζωή δίχως τις εορταστικές ανάσες μπορεί να καταντήσει βραχνάς, όπως ακριβώς καταντά ανυπόφορος ένας δρόμος μακρύς που δεν έχει ένα πανδοχείο για λίγη ξεκούραση.

Ακόμη και αν με τα χρόνια, οι γιορτές, υποβαθμίστηκαν σε ρουτίνα, χάνοντας τον όποιο πνευματικό τους χαρακτήρα, αναλαμβάνει να τις αναστήσει και να τις εξιδανικεύσει η νοσταλγία. Δεν γίνεται να υπάρξουμε χωρίς αυτές, χωρίς την προσμονή και την ξεχωριστή ατμόσφαιρα που τις συνοδεύει. Εστω και αν, μετά το πέρας τους, η γλύκα μετριάζεται από το παράπονο ότι και πάλι δεν προλάβαμε να κάνουμε αυτά που ονειρευόμασταν και πάλι δωρίσαμε παιχνίδια αντί αισθήματα και πάλι θα μας περιβάλλει η εξουθενωτική ρουτίνα της καθημερινότητας.

Αυτή την πεζή ρουτίνα διακόπτει, πιστεύω ανακουφιστικά, η ετήσια έλευση της μεγάλης παγκόσμιας γιορτής των Χριστουγέννων και η αγιοσύνη των υπολοίπων ημερών που την συνοδεύουν. Της αξίζει, λοιπόν, κάτι παραπάνω από τη συνήθη γκρίνια. Μια μικρή, έστω, προσοχή και κάποια ψήγματα εσώτερου επανελέγχου του καθημερινού προσανατολισμού μας.

Κάπως έτσι, ίσως, αισθάνεται και ο ποιητής Παπατσώνης, τιτλοφορώντας το ποίημά του «Στο βουνό των ελάτων λίγο πριν τα Χριστούγεννα» σηματοδοτώντας την κοπιαστική πορεία προς τη βουνίσια κορυφή, με την ελπίδα της καθαρής ανάσας και της θέασης του νέου και υψηλού. Και τα Χριστούγεννα είναι κυρίως η γιορτή της ελπίδας που γεννά η έλευση του καινούργιου. Χωρίς αυτή την ελπίδα δεν θα μπορούσε να έχει συνέχεια η δύσβατη ανάβαση προς την ελατοφόρο κορυφή.


(Κάλυμνος, Χριστούγεννα 2009-Αναδημοσίευση από την εφημ. ΑΡΓΩ ΤΗΣ ΚΑΛΥΜΝΟΥ)

21.5.09

ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΕΝΙΑ ΑΛΩΝΙΑ ...

Από τον Γιάννη Θ. Πατέλλη

Κάνω μεγάλες προσπάθειες να συνειδητοποιήσω το μέγεθος της οικονομικής κρίσης. Κάπου ζαλίζομαι με τους αριθμούς, τα ποσοστά, τις επιπτώσεις, τις χρηματοδοτήσεις που προορίζονται για τις προσπάθειες ανάκαμψης.

Μένω ενεός μπροστά στους ψυχρούς αριθμούς που παρελαύνουν από τις οθόνες και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Τόσες απολύσεις, τόσοι άνεργοι, τόσες επιχειρήσεις που έβαλαν λουκέτο ή κλείνουν, τόσα κράτη υπό πτώχευση. Ζόφος και έρεβος η προοπτική ανάκαμψης η οποία τοποθετείτε, από τους κατ’ επάγγελμα ειδικούς, σε ένα μέχρι και δέκα χρόνια.

Οι τηλεοράσεις ακινητοποιούνται στις διαδηλώσεις. Το θέαμα είναι όλα τα λεφτά. Διαμορφώνει κλίμα και συνειδήσεις. Οι καταστροφές, τα καμένα μαγαζιά και τα αυτοκίνητα, οι τραυματισμοί διαδηλωτών και αστυνομικών-πολλές φορές θανάσιμοι- παρελαύνουν μπροστά από τις τηλεοπτικές οθόνες όλο και πιο πυκνά. Η βία συνυπάρχει στους κόλπους των κοινωνιών, όχι γιατί ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως βίαιος, αλλά γιατί όταν μένεις χωρίς δουλειά χάνεις τον έλεγχο του εαυτού σου. «Είναι μια αίσθηση που προκαλεί υπέρμετρο φόβο» άκουσα να γνωματεύει κάποιος ψυχολόγος και νομίζω, δεν χρειάζεται μεγάλος κόπος για να το καταλάβει κανείς.

Επιχειρώ να αισθανθώ τη ψυχολογία ενός απολυμένου, την τραγωδία της ξαφνικής απώλειας του εργασιακού χώρου στον οποίο ο εργαζόμενος είχε στηρίξει την επιβίωσή του. Τα τεράστια οικογενειακά προβλήματα που προκύπτουν, την δεδομένη συσσώρευση χρεών από τον αναγκαστικό δανεισμό, τα απελπιστικά αδιέξοδα. Πολλές φορές ο απολυμένος αισθάνεται άχρηστος όχι μόνο στο στενό οικογενειακό του περιβάλλον, αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό. Βασανίζεται από αδικαιολόγητες ενοχές για την αδυναμία του να βρει καινούργια δουλειά.

Στο διεθνές περιβάλλον οι άνθρωποι, ήδη, αναζητούν τρόπους επιβίωσης και επιστρατεύουν όλη τη δύναμη της ενέργειας και της φαντασίας τους. Στην Βρετανία κυκλοφορούν οδηγοί για καταστήματα με φτηνά προϊόντα διατροφής, ρούχα και αυτοκίνητα. Στην Νέα Υόρκη τα πιο ακριβά και διάσημα εστιατόρια διαφημίζουν γεύματα, με τρία πιάτα παρακαλώ, στην τιμή των 35 δολαρίων και δείπνα με 40 δολάρια. Τα καλύτερα ξενοδοχεία στο Λονδίνο, Παρίσι και Νέα Υόρκη έριξαν τις τιμές τους σε επίπεδα αντίστοιχου Γ´ κατηγορίας της Ρόδου ή της Κω.

Προσπαθώ να ανακαλύψω παρόμοιες αντιδράσεις αυτοάμυνας, απέναντι στην κρίση, στην ευρύτερη περιοχή μας, στον τόπο μας. Βλέπω τα τεράστια τζιπ να κυκλοφορούν στους μποτιλιαρισμένους στενούς δρόμους του νησιού μας, τα εκατοντάδες αυτοκίνητα παρκαρισμένα όπου υπάρχει σπιθαμή κενού χώρου, τις καφετέριες να πληθαίνουν, παρά τη κρίση και αναρωτιέμαι που το πάμε. Παρακολουθώ τις τιμές στα σούπερ-μάρκετ να αυξάνουν συνεχώς, την τιμή της βενζίνης να τραβά την ανηφόρα, παρά τη σταθεροποίηση των τιμών του πετρελαίου σε τιμές προ τετραετίας( 50 δολάρια το βαρέλι) και δεν βρίσκω άκρη. Ακούω τους επιχειρηματίες, αυτούς που ανεβάζουν συνέχεια τις τιμές και μας έχουν μεταβάλει στην ακριβότερη ευρωπαϊκή χώρα, να μιλούν για κρίση στον τουρισμό, τον κατ’ εξοχήν τομέα που δέχεται σκληρό τον διεθνή ανταγωνισμό. Προσπαθώ να κάνω χρήση της λογικής μου. Δεν τα καταφέρνω. Υποχρεώνομαι να την στείλω να αραχνιάσει λίγο στο πατάρι μήπως αργότερα, όταν θα έχουν σφίξει για τα καλά τα πράγματα, μου φανεί χρήσιμη.

Αναμφισβήτητα είμαστε λαός των μύθων και πλάσαμε την καλύτερη μυθολογία. Ως χώρα δε των Θεών του Ολύμπου και του Διγενή Ακρίτα, που πάλευε στα «μαρμαρένια αλώνια» ενάντια στους εχθρούς της Αυτοκρατορίας, έχουμε την αίσθηση ότι οι πάντες οφείλουν να μας σέβονται και να μας κανακεύουν.

Ετσι και στην παρούσα παγκόσμια κρίση βαδίζουμε αγκαλιά με τις ψευδαισθήσεις. Πιστεύουμε ότι μπορούμε να βολευόμαστε συνέχεια με δανεικά. Την τελευταία στιγμή κάτι θ’ αλλάξει, η κρίση θα περάσει ξώφαλτσα και ως διά μαγείας θα σωθούμε.

Ομως «τα μαρμαρένια αλώνια» δεν βρίσκονται πλέον στην Πλατεία Συντάγματος αλλά έχουν μεταναστεύσει βορειότερα προς το κέντρο των Βρυξελλών. Το Διευθυντήριο των οποίων δεν φαίνεται να συγκινείται ιδιαίτερα από τον τρόπο με τον οποίο πορεύεται σήμερα η χώρα των Ολυμπίων Θεών, του Διγενή Ακρίτα και της Ορθοδοξίας.

Κάλυμνος, Μάιος 2009

11.4.09

ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΕΣΥ ...

Από τον Γιάννη Θ. Πατέλλη


Με την καρδιά μου είχα στενή σχέση από μικρό παιδί. Ηταν αυτή που φρόντιζε να είμαι καλά, να πηγαίνω στο σχολείο και να παίζω στην αλάνα της γειτονιάς μου. Την ένιωθα μόνο, κάπου-κάπου, να τρεμουλιάζει και να χοροπηδά παράξενα, όταν με σήκωνε η δασκάλα στον πίνακα για να λύσω κάποιο πρόβλημα.

Αργότερα στο Γυμνάσιο συνήθισα πια, κι’ εγώ και η καρδιά μου, τη διαδικασία της προφορικής εξέτασης. Σηκωνόμουνα να πω μάθημα χωρίς να τρομάζω ούτε εγώ ούτε αυτή. Τότε με ταλαιπωρούσε μόνο όταν ερωτευόμουν. Βροντοχτυπούσε άτσαλα και πήγαινε να σπάσει όταν πλησίαζα το αντικείμενο του πόθου μου, την συμμαθήτρια με τη μπλε ποδιά. Δεν με ανησυχούσε όμως γιατί ακόμα και οι μελωδίες από το ραδιόφωνο τραγουδούσαν γι’ αυτήν: «καρδιά μου καημένη πώς βαστάς και δεν ραγίζεις…» ή «σκληρή καρδιά γιατί να σ’ αγαπήσω…».

Όσο κυλούσε η ζωή, με τις αγωνίες και τις στενοχώριες της, τις χαρές και τις λύπες της, τους έρωτες και τις απογοητεύσεις της, τόσο ο δεσμός μου μαζί της, με την καρδιά μου εννοώ, γίνονταν όλο και πιο ιδιαίτερος. Φρόντιζαν γι’ αυτό και τα τραγούδια αφού, ένα στα δυό, μιλούσε για την καρδιά: «Συννεφιασμένη Κυριακή μοιάζεις με την καρδιά μου….», «Καρδιά μου μην κλαις…», «Της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος, πότε κόλαση και πότε ο παράδεισος…».

Κάπως έτσι, εγώ και η καρδιά μου, συνεχίσαμε να συμπορευόμαστε χρόνια ολόκληρα, κάπου μισό αιώνα. Τα μέσα μου τα ένιωθα μέλι-γάλα, αλλά και τα έξω μου ακόμα καλύτερα. Νόμιζα ότι εγώ θα χοροπηδώ ελεύθερα, θα τρώγω και θα πίνω κατά βούληση, κι’ αυτή, η καρδιά μου, θα φροντίζει μη μου λείψει τίποτα.

Να όμως που, κάποια μέρα, βαρέθηκε να με νταντεύει και να ικανοποιεί τα χούγια μου!

Ήταν, θυμάμαι, ανήμερα Χριστούγεννα και ήταν μαζεμένη γύρω από το τραπέζι όλη η οικογένεια, η μικρή και η μεγάλη. Τρώγαμε και πίναμε γενναία, «διά το καλόν της ημέρας», όταν ένιωσα ότι κάτι παράξενο συμβαίνει με την καρδιά μου. ¢ρχισε να κτυπά άτσαλα και να με ταρακουνά όπως τα τυμπανάκια που έχει μπροστά του και βαράει με μανία ο ντράμερ. Με έλουσε κρύος ιδρώτας! Ηταν και η εποχή που άρχισα να διαβάζω και να ακούω, εδώ κι’ εκεί, για χοληστερίνες, υπέρβαρους, ανάσκητους, καρδιοπαθείς και εμφράγματα.

Μέχρι τότε οι σχέσεις μου με την καρδιά μου ήταν πάντα άριστες. Τώρα άρχισα να συνειδητοποιώ ότι και οι καλύτερες σχέσεις, κάποια στιγμή, διαταράσσονται! Για να είμαι ειλικρινής τρόμαξα πολύ και φοβήθηκα μη μου ζητήσει διαζύγιο. Το μόνο που με παρηγορούσε ήταν ότι εάν η καρδιά μου επέμενε να με χωρίσει δεν θα έπαυα να υπάρχω μόνο εγώ αλλά και εκείνη.

Για να αποφύγω λοιπόν μια τέτοια δυσάρεστη εξέλιξη έβαλα στη ρουτίνα της ζωής μου και τους καρδιολόγους. Αλλοι ήταν πιο αυστηροί και άλλοι πιο ήπιοι. Εκανα τα καρδιογραφήματά μου, έπαιρνα τα χαπάκια μου, έκοψα τις περισσότερες γλυκές παρανομίες και προσπαθούσα να περπατώ όσο μπορούσα περισσότερο.

Στο σημείο αυτό, στο περπάτημα, είμαι ιδιαίτερα συνεπής γιατί ήμουν και τυχερός. Ο καλύτερος μου φίλος, ο «κολλητός» μου, είναι οπαδός της πεζοπορίας. Εδώ και αρκετά χρόνια σβαρνίζουμε παρέα τις πλατείες, τους δρόμους και τα δρομάκια, κεντρικά και εξοχικά, μέχρι που μας έμαθαν όλοι. Οπως κι’ εγώ είχα μάθει, απ’ έξω κι’ ανακατωτά, τι είναι τα μπάϊ-πας ή τα στεντ και συμβιβάστηκα με την ιδέα ότι κάποτε μπορεί και να τα χρειαστώ.

Τελικά η καρδιά μου προτίμησε τα στεντ κι εγώ της τα προσέφερα στο «Ωνάσειο» γιατί, κάποτε που το επισκέφτηκα για καρδιολογική εξέταση, είδα στην είσοδο μια μεγάλη φωτογραφία του ιδρυτή του. Ο Ωνάσης, λάτρης του ποτού και των διάσημων γυναικών, φαίνεται ότι, εκτός από πολλά λεφτά, είχε και γερή καρδιά. Σκέφτηκα λοιπόν ότι ένας τέτοιος άνθρωπος, της ζωής και ανοιχτόκαρδος, είναι φυσικό να ιδρύσει και καλό καρδιολογικό νοσοκομείο.

Προχτές μάλιστα διάβαζα, στη στήλη του κ. Κρεμαστινού στην «Ελευθεροτυπία», την ωφέλεια που παρέχει στην καρδιά η μετρημένη χρήση του κόκκινου κρασιού.

Γεμάτος χαρά, για να καλοπιάσω και τη καρδιά μου, γέμισα ένα ποτήρι γλυκό κρασί από το μπουκάλι που είχαμε για ανάμα. Θυμήθηκα και το ιερόν «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου» και το ήπια, μονορούφι, στην υγειά της.

17.12.08

Μετ’ εξοικονομήσεως……

Από τον Γιάννη Θ. Πατέλλη

Πολλές φορές ο Δεκέμβρης, ο τελευταίος μήνας του χρόνου, ο απολογιστικός, ο γιορταστικός, δεν δικαιολογεί τη φήμη του. Σημαδεύεται, σε παγκόσμια κλίμακα, από δυσάρεστα γεγονότα : Φυσικές καταστροφές, πολέμους, κοινωνικές αναταραχές. Η τωρινή μπόρα των αναστατώσεων, που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση, είναι τόσο σφοδρή ώστε καμιά προστατευτική ομπρέλα δεν στέκεται ικανή να προφυλάξει και τη δική μας Χώρα που παραδέρνει στη δύναμη της καταιγίδας. Σαν να μην έφτανε το θολό και εκρηκτικό μίγμα της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης ήρθαν και οι ταραχές και οι ακρότητες από τις οποίες δοκιμάζεται η Αθήνα και πολλές επαρχιακές πόλεις από την περασμένη εβδομάδα. Η δολοφονία ενός νέου παιδιού, από αστυνομικό, ήταν η επιφανειακή αιτία. Τα αίτια βαθύτερα, πολλαπλά και περίπου γνωστά.

Ας μην εθελοτυφλούμε. Η δημοκρατία, το πολίτευμα στο όνομα του οποίου ομνύουν οι περισσότεροι λαοί του κόσμου, στη χώρα που τη γέννησε, δοκιμάζει τις τελευταίες αντοχές της. Το βόλι του αστυνομικού δεν έπληξε μόνο την καρδιά του νεαρού Αλέξανδρου. Διαπέρασε και σφηνώθηκε βαθιά στο σώμα της δημοκρατίας, όχι τυχαία και από το πουθενά, αλλά στοχευμένα. Ήρκεσαν λίγα δευτερόλεπτα για να τιναχτεί στον αέρα η συντεταγμένη πολιτεία και να αποκαλύψει τη γύμνια και την ανικανότητά της. Έχουν υποσκάψει τα θεμέλια της, από καιρό, πολιτικά σκάνδαλα, διαφθορά, ιδιοτελής συνδικαλισμός, ατομισμός, αναξιοκρατία, σχεδόν καθολική παρανομία.

Χρόνια τώρα μεγαλώνουν τα παιδιά μας με πρότυπα την επιθετικότητα, την αρπαγή, τον παράνομο πλουτισμό, την απώλεια του μέτρου. Προσπαθούμε να τους προσφέρουμε καλό φροντιστήριο, ξένες γλώσσες, κινητό τρίτης γενιάς, αλλά εναποθέτουμε την «εκπαίδευση» τους στις κυρίες και τους κυρίους των τηλεοπτικών παραθύρων και των κουτσομπολίστικων μεσημεριανών εκπομπών της τηλεόρασης.

Χρόνια τώρα δεν τους μάθαμε ορισμένους στοιχειώδης κανόνες ηθικής, δεν τους γνωρίσαμε τις ραγδαίες παγκόσμιες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, την ενδεχόμενη ανάγκη αλλαγής πλεύσης. Τα κρατάμε σε μια ιδιόμορφη γυάλα, από την οποία μόλις βγούν, μοιάζουν με ψάρια έξω από το νερό. Δεν είναι πρόθεσή μου οι γενικεύσεις, που είναι και άδικες, αλλά το επιβάλλει η έμφαση.

Έρχονται Χριστούγεννα και στις τηλεοράσεις κυριαρχούν εικόνες, από το Κέντρο της Αθήνας και των μεγάλων πόλεων, καταστροφής. Αντί φωτισμένους δρόμους και λαμπροστόλιστα καταστήματα αντικρίζουμε κουκουλοφόρους, μολότοφ, πυρπολήσεις κτιρίων, ματ, δακρυγόνα και οδοφράγματα. Αυτές τις δύσκολες μέρες, μέσα από βαρύγδουπες αναλύσεις των αστέρων των τηλεοπτικών παραθύρων, μέσα από τις στήλες των σοβαροφανών πολιτικών αναλυτών των εφημερίδων σχετικές με τα δραματικά γεγονότα των ημερών που βιώνουμε, αναζητώ μια διέξοδο. Μια φωτεινή ρωγμή που θα με έμπαζε, με ψευδαίσθηση έστω, στο κλίμα των Αγίων Ημερών που έρχονται.

Την ανακαλύπτω σε μια εσωτερική σελίδα της κυριακάτικης «Καθημερινής». Αναγγέλλεται η λειτουργία μιας έκθεσης με κείμενα και έργα εμπνευσμένα από τον Παπαδιαμάντη.

Αν λέγεται και γράφεται πως για να βιώσεις το πνεύμα των Αγίων Ημερών που έρχονται πρέπει να καταφύγεις στον Σκιαθίτη διηγηματογράφο, από που να αρχίσει κανείς και που να τελειώσει όταν αναφέρεται στον «άγιο των ελληνικών γραμμάτων».

Κάπου διαβάζω στο άρθρο: «Όταν πήγε να τελειώσει το Γυμνάσιο στη Χαλκίδα, οι δικοί του κάπου-κάπου, του έστελναν ένα καλαθάκι από τη Σκιάθο με ξεραμένα χταπόδια και ξερά σύκα. Ο πατέρας του έχωνε μέσα στο καλαθάκι, σε μια γωνιά, ένα φακελάκι με λίγα χρήματα και την υποσημείωση ‘’ μετ’ εξοικονομήσεως’’». Με συγκίνησε ιδιαίτερα αυτό το «μετ’ εξοικονομήσεως».

Παρακολουθώ, στις ειδήσεις, το κοντράστ των προσώπων των Αμερικανών που στέκονται ώρες μέσα στη χιονοθύελλα για να πουλήσουν, όσο-όσο, τα αυτοκίνητά τους ώστε να μπορέσουν να κάνουν Χριστούγεννα. Βλέπω, στο κέντρο της Αθήνας, καμένες βιτρίνες καταστημάτων να έχουν κρεμάσει δύο-τρία ρούχα με καρφιτσωμένες τιμές από xαρτόνι.

Ίσως στην, υποτιθέμενη, γιορταστική ατμόσφαιρά των ημερών που διανύουμε να ταιριάζει η λεζάντα «μετ’ εξοικονομήσεως». Ακόμα και οι καθιερωμένες γιορταστικές ευχές «μετ’ εξοικονομήσεως» βγαίνουν από τα χείλη των ανθρώπων……

Κάλυμνος, Χριστούγεννα 2008.

1.10.08

Το Σονέτο του Οχτώβρη

του αείμνηστου Σκεύου Συριώτη

Εσένα τραγουδώ, πατρίδα
του φθινοπώρου μολυβένιαν ώρα.
Μαύρ' ειν' η γη , κι η ξενιτειά κι η μπόρα
βαρειά του γυρισμού χωρίς ελπίδα.

Τ' Οχτώβρη παραμύθι πάλι κι είδα
τον πούντο σου , φτωχή αγιασμένη χώρα ,
πως ήρτα για να βρω ν' αράξω τώρα
παλιάς ζωής ζητιάνος σου , πατρίδα.

Να βρω στις βάρκες τους ψαράδες πάλι,
στον ίσκιο τα νερά και την απόχη ,
στο τίμιο του νησιού μου ακρογιάλι.

Να πέφτει να το δω το πρωτοβρόχι,
μ'άγιες παλιές μορφές να ζήσω πάλι,
την Κάλυμνο να βρω, τα μάγια πόχει...

30.9.08

Καλοκαιρινό ουζάκι

Από τον Γιάννη Θ. Πατέλλη

Οι καφενέδες στο κέντρο της πλατείας μας, στην κάψα του καλοκαιρινού μεσημεριού, έχουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Είναι τα πυκνόφυλλα δεντράκια που παρέχουν σκιερό καταφύγιο στις παρέες, μόνιμες και περιστασιακές. Τούτες τις μέρες ο βόμβος από το κουβεντολόι των θαμώνων διακόπτεται, κάθε τρεις και λίγο, από τις εγκαρδιότητες των καλωσορισμάτων. Αυστραλοί, Αμερικάνοι, Ευρωπαίοι, συν τους «εξ Ελλάδος», πιστοί στο ραντεβού του Αυγούστου, καταφτάνουν εκ περάτων για την «Κάλυμνό τους» και την «Παναγιά» τους.

Στα ποτά που απλώνονται πάνω στα τραπεζάκια εύκολα διακρίνεις μια …..χωροταξική κατανομή. Στους καφενέδες του κέντρου, γύρω από του Μακαρούνα, επικρατούν οι φραπέδες, τα καφεδάκια, τα αναψυκτικά. Όσο προχωρούμε προς τα αριστερά, προς την Εθνική Τράπεζα, η προς τα δεξιά, προς το Επαρχείο, το σκηνικό αλλάζει. Κυριαρχεί το ουζάκι και τα μεζεδάκια.

Στο υποχρεωτικό πέρασμα σου μέσα από τα τραπεζάκια οι προσκλήσεις πέφτουν βροχή : «Έλα βρε παιδάκι μου, κάτσε και μια φορά μαζί μας να πιούμε ένα ουζάκι». Αποφεύγοντας ευγενικά την πρώτη πρόσκληση, σκοντάφτεις υποχρεωτικά στην επόμενη. Είναι από ξενιτεμένους παλιούς συμμαθητές και φίλους. «Κάτσε λίγο, να πάρεις ένα ουζάκι μαζί μας, καιρό έχουμε ν’ ανταμωθούμε. Το Ντάργουιν πέφτει λίγο μακριά. Πότε θα ξαναβρεθούμε;».

Πριν καλά-καλά προσγειωθείς στην καρέκλα καταφθάνει και το ουζάκι με το κλασσικό μενού που το συνοδεύει: Μοσχομυριστό χταποδάκι, τουρσί, φετούλα, ντοματούλα, ελίτσα, παξιμαδάκι. Η υπέροχη γεύση και το άρωμά του τέρπει τις αισθήσεις, λύνει τις γλώσσες. Κυλά τις κουβέντες πότε προς τα παλιά μαθητικά, που απήλθαν και πότε στα τωρινά με τις χοληστερίνες, που επήλθαν. Στο τέλος, εν χορώ, όλοι συμφωνούν ότι το ουζάκι είναι το καλύτερο απεριτίφ του μεσημεριανού φαγητού.

Η χάρη του όμως δεν σταματά μέχρις εδώ. Σειρά έχουν τώρα οι γλυκιές αυγουστιάτικες νύχτες. Όπου κι αν βρεθούμε, σ’ όποια πανέμορφη γωνιά του νησιού μας κι αν την αράξουμε, σε κεντρικό εστιατόριο ή απόμακρο εξοχικό ταβερνάκι, το ούζο, το ελληνικό ούζο, δεσπόζει στις εδεσματολογικές προτιμήσεις των περισσοτέρων. Μόνο που το κλασσικό μενού που συνήθως το συνοδεύει, διευρύνεται τώρα σε βαθμό απίστευτο : Καλαμαράκια, χταποδοκεφτέδες, γαρίδες, σαγανάκια, τυροκαφτερές, μιρμιζέλια, αχινοσαλάτες, φούσκες και πάει λέγοντας, ικανοποιούν τα γούστα και των πλέον απαιτητικών καλοφαγάδων και εραστών του καλού μεζέ.

Κάπου υπάρχουν όμως και οι λιτοδίαιτοι και όσοι….πολυμετρούν τη χοληστερίνη τους. Δεν μπορώ να τους αφήσω παραπονεμένους. Τους προτείνω μια δική μου συνταγή. Πάρτε το ουζάκι σας, παγωμένο, με φέτες από κρύο πεπόνι και ροδάκινο. Δοκιμάστε το!

Μια μαρτυρία αναφέρει ότι την ονομασία του ούζου την οφείλουμε στον Τύρναβο, από τα μέσα του 19ου αιώνα. Είναι παραφθορά του τελωνειακού όρου «Γιούζο» δηλαδή «προς χρήσιν». Λέγεται ότι, εκείνη την εποχή, από τον Τύρναβο έφευγαν εκλεκτά μεταξωτά αποκλειστικά προς τη Μασσαλία με την επιγραφή «Uso di Massalia». Αυτή η επιγραφή έγινε σιγά-σιγά συνώνυμη του εκλεχτού προϊόντος. Ένας Τούρκος γιατρός τα’ έπινε, μια μέρα, με δύο φίλους του Έλληνες, έναν υφασματέμπορο κι ένα ποτοποιό. Ο γιατρός πρότεινε στον ποτοποιό, του οποίου το ρακί πίνανε, να του προσθέσει μια ακόμη αρωματική ουσία. Όταν σε λίγες μέρες δοκιμάσανε το νέο ρακί ο υφασματέμπορος ενθουσιάστηκε τόσο πολύ από το απόσταγμα ώστε άρχισε να φωνάζει : «Μωρ’ τι ν’ τούτο; Ούζο Μασσαλίας…». Κι’ έτσι, κατά την παράδοση, αναδύθηκε από την κολυμπήθρα το περίφημο ελληνικό «Ούζο». Το εθνικό μας ποτό που, κόντρα στα ξενόφερτα ηδύποτα, συντροφεύει το τραπέζι μας όλες τις εποχές του χρόνου.

Όσο για το υπέροχο ούζο, όχι…Μασσαλίας, αλλά Μυτιλήνης, λέγεται ότι οφείλεται και στους μικρασιάτες πρόσφυγες ποτοποιούς. Κουβάλησαν στη νέα τους πατρίδα εμπειρίες απόσταξης ακόμα και από τους βυζαντινούς και αλεξανδρινούς καιρούς.

Πάντως μεσημέρι ή βράδυ, με εκ Μυτιλήνης ή Σάμου, το καλοκαίρι του Αιγαίου, ιδιαίτερα, το θέλει το ουζάκι του…..

Κάλυμνος, Αύγουστος 2008.

25.5.08

H Bέφα, ο Μαμαλάκης και ο «σουφράς» , από τον Γιάννη Θ. Πατέλλη

Η τηλεόραση, αναπόσπαστο πλέον μέρος της ζωής μας, συνεχώς ψάχνεται. Αναζητεί νέους τρόπους προσέλκυσης του ενδιαφέροντος του κοινού που θα φέρει και τις πολυπόθητες διαφημίσεις. Εδώ και κάποιο καιρό σκέφτηκαν ίσως οι άνθρωποί της ότι ήταν πια αναχρονισμός, για να φτιάξουμε ένα καλό φαγητό, να κατεβάζουμε από το ράφι της βιβλιοθήκης τον «Τσελεμεντέ». Αυτό το σκονισμένο, βυσσινί, άχαρο, βιβλίο με τα χρυσά γράμματα, που κάποτε αγοράσαμε με δόσεις από τον πλανόδιο πλασιέ. Γρήγορα έδωσαν, με το αζημίωτο, λύση στο πρόβλημα. Ανοίγεις την τηλεόραση στα πρωινάδικα ή νωρίς το απόγευμα και έχεις μπροστά σου κουζίνες, κατσαρόλες, κουτάλες και όλα εκείνα τα προϊόντα που προϋποθέτουν ένα γευστικό μαγείρεμα. Και αφού δεν μπορείς να οσφρανθείς τις μυρουδιές ή να δοκιμάσεις τους γαργαλιστικούς μεζέδες μέσα από το γυαλί, τουλάχιστον απολαμβάνεις το άψογο μακιγιάζ της Κυρίας Βέφα ή τον ευτραφή Κύριο Μαμαλάκη με τις ενδιαφέρουσες ξεναγήσεις του όχι μόνο στο χώρο της κουζίνας αλλά και της Γεωγραφίας.
Φαίνεται ότι οι εκπομπές μαγειρικής έχουν τόσο μεγάλη
τηλεθέαση ώστε άρχισαν να εμφανίζονται και να δοκιμάζουν τις ικανότητές τους σ’ αυτήν ηθοποιοί, τραγουδιστές, ακόμα και πολιτικοί.
Ακολούθησαν, από κοντά,
εφημερίδες και περιοδικά με ειδικά αφιερώματα στην Ελληνική και διεθνή κουζίνα. Κυκλοφόρησαν ακόμα θαυμάσια βιβλία με παραδοσιακές συνταγές και ενδιαφέρουσες ιστορικές πληροφορίες όπως το «Εδεσματολόγιον Σμύρνης». Όλοι αυτοί οι περί τη μαγειρική, δημοσιογράφοι και τηλεπαρουσιαστές, λόγω θέρους, μιμήθηκαν τους τραγουδιστές με τις καλοκαιρινές συναυλίες. Περιοδεύουν στα νησιά μας για να πλουτίσουν τη θεματολογία των εκπομπών τους αλλά και να προβάλουν τις ιδιαιτερότητες της νησιώτικης κουζίνας.
Ήρθαν και στο δικό μας το νησί φέτος, αρχές καλοκαιριού. Κι όσο διάβαζα στο ένθετο μεγάλης αθηναϊκής εφημερίδας πως γίνεται το «μουούρι», όσο
έβλεπα σε τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς να αχνίζουν τα «φύλλα», τόσο τα τόξα της μνήμης άπλωναν γέφυρες με τα πρώτα μεταπολεμικά καλοκαίρια του Πλατύ-Γιαλού.
Τότε οι οδηγίες «καλής συμπεριφοράς» γύρω από το τραπέζι είχαν ένα απλό,
αυτονόητο κανόνα : οι μεγάλοι κάθονταν στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι, οι μικροί έπαιρναν θέση, σταυροπόδι κατάχαμα, στο «σουφρά». Τα καθημερινά εδέσματα φτωχικά, προσαρμοσμένα στη στέρηση εκείνων των δύσκολων καιρών. Μόνιμη πρωτοκαθεδρία στη μέση του σουφρά, μεσημέρι-βράδυ, είχε η μεγάλη πήλινη «σκουτέλλα» με τη δροσερή ντοματοσαλάτα να κολυμπά στο λιγοστό λάδι και το μπόλικο νεροζούμι. To μεσημεριανό «μαγείρεμα» στα ξύλα της «παρατσάς» ήταν συνήθως όσπρια, μπάμιες ή «βαζάνες». Κάπου- κάπου, αν άκουγαν τις φωνές μας οι τελεντιανές ψαρόβαρκες της «Κιθάρας» ή του «Καψουλιού» κι έπιαναν κάβο, είχαμε την ευωδιαστή πανδαισία των μαγειρεμένων σκάρων με τη φρέσκια ντομάτα και το κρεμμυδάκι. Τις Κυριακές και τις γιορτές η παιδική βουλιμία έπαιρνε βαθιές ανάσες ικανοποίησης. Οι καταδύσεις στη «πιατούρα με τα φύλλα» ήταν «ελεύθερες».
Το βραδινό φαγητό, «αυγά ζουμί», πατάτες τηγανιτές ή μανέστρα με ντομάτα, κάτω από τις φωτοσκιάσεις του λουξ και τις αναλαμπές από τις φλόγες της παρατσάς, έπαιρνε μυστηριακές διαστάσεις. Όταν ο πατέρας έφερνε φρέσκο μαριδάκι, μέσα στο υφασμάτινο μαντίλι του, γινόταν μάχη ποιος θα πάρει την καλύτερη θέση γύρω από την παρατσά. Θα απολάμβανε τη γιαγιά Μαρία στα ταχυδακτυλουργικά της. Να πετά στον αέρα τη «σμαριδόπιτα» και να την προσγειώνει ξανά στο τηγάνι, ανέπαφη.
Δεν ήταν άσκοπο, αυγουστιάτικες μέρες, που ακόμα φτάνει στο τραπέζι μας ένα πιάτο με «πασαλοϊτικα» σύκα και δροσερά φραγκόσυκα, να γυρίσουμε τα έξω μέσα, να πάμε το χρόνο λίγο πίσω. Ψιχάλες από παιδικές αναμνήσεις, σαν παραμύθι, με σύγχρονο τίτλο : «Εδεσματολόγιον του σουφρά».

Κάλυμνος, Αύγουστος 2007.

ΚΑΛΥΜΝΙΚΑ ΑΚΟΥΣΜΑΤΑ