ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ (BLOG) ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟΥ

Το Αναγνωστήριον " ΑΙ ΜΟΥΣΑΙ" σας καλωσοριζει σ'αυτό το χώρο , όπου θα φιλοξενούνται λογοτεχνικά κείμενα (πεζά ή ποιήματα) Καλυμνίων ή φίλων της Καλύμνου !
Όλες οι συνεργασίες που προάγουν τον πολιτισμό και τις παραδόσεις μας , είναι "καλοδεχούμενες" !
Ελπίζουμε και φιλοδοξούμε , αυτό το ιστολόγιο να γίνει ενας μικρός πνευματικός φάρος , που όπως και το Αναγνωστήριο για πάνω από 100 χρόνια , θα σκορπά το φως του στα υποφωτισμένα σοκκάκια της μοντέρνας ψευτοκουλτούρας !

Αποχαιρετιστηρια ομιλια του απερχομενου Προεδρου του Αναγνωστηριου

25.5.08

H Bέφα, ο Μαμαλάκης και ο «σουφράς» , από τον Γιάννη Θ. Πατέλλη

Η τηλεόραση, αναπόσπαστο πλέον μέρος της ζωής μας, συνεχώς ψάχνεται. Αναζητεί νέους τρόπους προσέλκυσης του ενδιαφέροντος του κοινού που θα φέρει και τις πολυπόθητες διαφημίσεις. Εδώ και κάποιο καιρό σκέφτηκαν ίσως οι άνθρωποί της ότι ήταν πια αναχρονισμός, για να φτιάξουμε ένα καλό φαγητό, να κατεβάζουμε από το ράφι της βιβλιοθήκης τον «Τσελεμεντέ». Αυτό το σκονισμένο, βυσσινί, άχαρο, βιβλίο με τα χρυσά γράμματα, που κάποτε αγοράσαμε με δόσεις από τον πλανόδιο πλασιέ. Γρήγορα έδωσαν, με το αζημίωτο, λύση στο πρόβλημα. Ανοίγεις την τηλεόραση στα πρωινάδικα ή νωρίς το απόγευμα και έχεις μπροστά σου κουζίνες, κατσαρόλες, κουτάλες και όλα εκείνα τα προϊόντα που προϋποθέτουν ένα γευστικό μαγείρεμα. Και αφού δεν μπορείς να οσφρανθείς τις μυρουδιές ή να δοκιμάσεις τους γαργαλιστικούς μεζέδες μέσα από το γυαλί, τουλάχιστον απολαμβάνεις το άψογο μακιγιάζ της Κυρίας Βέφα ή τον ευτραφή Κύριο Μαμαλάκη με τις ενδιαφέρουσες ξεναγήσεις του όχι μόνο στο χώρο της κουζίνας αλλά και της Γεωγραφίας.
Φαίνεται ότι οι εκπομπές μαγειρικής έχουν τόσο μεγάλη
τηλεθέαση ώστε άρχισαν να εμφανίζονται και να δοκιμάζουν τις ικανότητές τους σ’ αυτήν ηθοποιοί, τραγουδιστές, ακόμα και πολιτικοί.
Ακολούθησαν, από κοντά,
εφημερίδες και περιοδικά με ειδικά αφιερώματα στην Ελληνική και διεθνή κουζίνα. Κυκλοφόρησαν ακόμα θαυμάσια βιβλία με παραδοσιακές συνταγές και ενδιαφέρουσες ιστορικές πληροφορίες όπως το «Εδεσματολόγιον Σμύρνης». Όλοι αυτοί οι περί τη μαγειρική, δημοσιογράφοι και τηλεπαρουσιαστές, λόγω θέρους, μιμήθηκαν τους τραγουδιστές με τις καλοκαιρινές συναυλίες. Περιοδεύουν στα νησιά μας για να πλουτίσουν τη θεματολογία των εκπομπών τους αλλά και να προβάλουν τις ιδιαιτερότητες της νησιώτικης κουζίνας.
Ήρθαν και στο δικό μας το νησί φέτος, αρχές καλοκαιριού. Κι όσο διάβαζα στο ένθετο μεγάλης αθηναϊκής εφημερίδας πως γίνεται το «μουούρι», όσο
έβλεπα σε τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς να αχνίζουν τα «φύλλα», τόσο τα τόξα της μνήμης άπλωναν γέφυρες με τα πρώτα μεταπολεμικά καλοκαίρια του Πλατύ-Γιαλού.
Τότε οι οδηγίες «καλής συμπεριφοράς» γύρω από το τραπέζι είχαν ένα απλό,
αυτονόητο κανόνα : οι μεγάλοι κάθονταν στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι, οι μικροί έπαιρναν θέση, σταυροπόδι κατάχαμα, στο «σουφρά». Τα καθημερινά εδέσματα φτωχικά, προσαρμοσμένα στη στέρηση εκείνων των δύσκολων καιρών. Μόνιμη πρωτοκαθεδρία στη μέση του σουφρά, μεσημέρι-βράδυ, είχε η μεγάλη πήλινη «σκουτέλλα» με τη δροσερή ντοματοσαλάτα να κολυμπά στο λιγοστό λάδι και το μπόλικο νεροζούμι. To μεσημεριανό «μαγείρεμα» στα ξύλα της «παρατσάς» ήταν συνήθως όσπρια, μπάμιες ή «βαζάνες». Κάπου- κάπου, αν άκουγαν τις φωνές μας οι τελεντιανές ψαρόβαρκες της «Κιθάρας» ή του «Καψουλιού» κι έπιαναν κάβο, είχαμε την ευωδιαστή πανδαισία των μαγειρεμένων σκάρων με τη φρέσκια ντομάτα και το κρεμμυδάκι. Τις Κυριακές και τις γιορτές η παιδική βουλιμία έπαιρνε βαθιές ανάσες ικανοποίησης. Οι καταδύσεις στη «πιατούρα με τα φύλλα» ήταν «ελεύθερες».
Το βραδινό φαγητό, «αυγά ζουμί», πατάτες τηγανιτές ή μανέστρα με ντομάτα, κάτω από τις φωτοσκιάσεις του λουξ και τις αναλαμπές από τις φλόγες της παρατσάς, έπαιρνε μυστηριακές διαστάσεις. Όταν ο πατέρας έφερνε φρέσκο μαριδάκι, μέσα στο υφασμάτινο μαντίλι του, γινόταν μάχη ποιος θα πάρει την καλύτερη θέση γύρω από την παρατσά. Θα απολάμβανε τη γιαγιά Μαρία στα ταχυδακτυλουργικά της. Να πετά στον αέρα τη «σμαριδόπιτα» και να την προσγειώνει ξανά στο τηγάνι, ανέπαφη.
Δεν ήταν άσκοπο, αυγουστιάτικες μέρες, που ακόμα φτάνει στο τραπέζι μας ένα πιάτο με «πασαλοϊτικα» σύκα και δροσερά φραγκόσυκα, να γυρίσουμε τα έξω μέσα, να πάμε το χρόνο λίγο πίσω. Ψιχάλες από παιδικές αναμνήσεις, σαν παραμύθι, με σύγχρονο τίτλο : «Εδεσματολόγιον του σουφρά».

Κάλυμνος, Αύγουστος 2007.

"Mονάκριβό μου κομπολόι" , του Γιάννη Θ. Πατέλλη

Το είχα στο νου μου να γράψω κάποια στιγμή για το κομπολόι. Και ήρθε η ώρα του. Ξέφυγε από την αποθήκη του κάποτε και θρονιάστηκε στη βιτρίνα του σήμερα από εποχιακούς και τυχαίους συνειρμούς. Το κομπολόι μου ή για να ακριβολογώ, τα κομπολόγια μου, τα στερούμαι τα καλοκαίρια. Αιτία η ενδυματολογική αλλαγή. Καθένα τους έχει πρεπούμενη θέση σε ορισμένη τσέπη του συγκεκριμένου σακακιού μου. Σακάκια όμως δεν φοράμε το καλοκαίρι. Οι δύο τσέπες του λινού παντελονιού τι να πρωτοχωρέσουν; το πορτοφόλι, τα κλειδιά, το κινητό; Έτσι στερούμαι, τρεις-τέσσερις μήνες, τη μονάκριβη συντροφιά του.
Ομολογώ πως με βασανίζει αρκετά, ιδιαίτερα τα καλοκαιρινά βράδια, το στερητικό του σύνδρομο. Βέβαια έχω τα κλειδιά, προσωρινό σύντροφο, να απασχολώ τα χέρια μου. Όμως, όπως και να το κάνουμε, άλλο το υποκατάστατο κι’ άλλο το γνήσιο «αγχολυτικό».
Ποιος, πού, πότε και γιατί δημιούργησε το κομπολόι; Όσο κι’ αν φαίνεται απίστευτο κανένας δεν το γνωρίζει! Απλά φαίνεται γοητευτικό να είσαι «ερωτευμένος» με μια «άγνωστη» η οποία σε συντροφεύει σ’ όλη σου τη ζωή.
Τι είναι το κομπολόι; Μέσο τέρψης των αισθήσεων, ξεγέλασμα του χρόνου, αντανάκλαση της προσωπικότητάς μας, φυλακτό, φορέας θετικής ενέργειας, οικογενειακό κειμήλιο, κόσμημα, μέσο επικοινωνίας με το Θεό;
Θα μπορούσα να συνεχίσω να αραδιάζω ιδιότητές του, όσες είναι και οι χάντρες του. Μόνο που ούτε κι’ αυτές έχουν καθορισμένο αριθμό προπάντων στα κομπολόγια προσευχής, τα κομποσκοίνια.
Ούτε το ελληνικό κομπολόι έχει ορισμένο αριθμό χαντρών. Γιατί δεν μετράει τίποτα συγκεκριμένο. Εξαρτάται από το μέγεθος της χάντρας, τη προτίμηση και βολή του κατόχου του. Είναι όμως, πολλές φορές, ένα έργο τέχνης. Το σχήμα, το μέγεθος, το υλικό κατασκευής, ο τρόπος που συνδέονται μεταξύ τους οι χάντρες, το τελείωμά του πριν τη φούντα, όλα μαζί συνθέτουν, συχνά, ένα κομψοτέχνημα. Και ασφαλώς το κεχριμπάρι, πανάκριβο και δυσεύρετο, είναι το πιο ευγενές υλικό για το κομπολόι.
Για την επιλογή του ο καθένας αφιερώνει χρόνο ανάλογο με την ιδιοσυγκρασία του και το χαρακτήρα του. Κάτι παρόμοιο δεν κάνει και η γυναίκα όταν επιλέγει το κολιέ της; Με μια σημαντική διαφορά. Τα γυναικεία κολιέ μπορεί να έχουν κι’ αυτά χάντρες αλλά έχουν ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα. Προκαλούν τα ζηλόφθονα ανδρικά βλέμματα όταν χαïδεύουν ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα, στη βυθομέτρηση, ντεκολτέ.
Άλλωστε, κομπολόγια και γυναίκες δεν τα μπέρδεψα πρώτος εγώ, ούτε το ομώνυμο λαïκό άσμα, αλλά ο φίλος μου ο Αποστόλης. Τον γνώρισα πριν πολλά χρόνια όταν σπουδάζαμε στη Θεσσαλονίκη. Καταγόταν από τον Πειραιά και φοιτούσε στη Νομική. Ήταν απλά ένα νόστιμο παιδί αλλά είχε αυτό το απροσδιόριστο, κάτι, που τραβούσε τις κοπέλες. Ο Αποστόλης είχε τρεις αδυναμίες : Να μένει σε κάμαρα προς τη θάλασσα για να θυμάται την Καστέλα, τα κομπολόγια και τις γυναίκες.
Κάθε φορά που ερωτευόταν, η κοπέλα που μάθαινε το ντέρτι του, του χάριζε ένα κομπολόι. Όταν βλέπαμε στα χέρια του καινούργιο κομπολόι αυτό σήμαινε και νέο δεσμό. Στη ροή του χρόνου και την καρδιά του η ακολουθία ήταν ατέρμων αλλά μπερδεμένη : φοιτήτρια, πωλήτρια, μαθήτρια, δασκαλίτσα, ύστερα μια κομμώτρια, μύλος. Ο Αποστόλης ήταν επιμελής στα μαθήματα αλλά και στη διαφύλαξη της «ερωτικής, ιστορικής, του παράδοσης». Τοποθετούσε τα κειμήλια των ερώτων του, δηλαδή τα κομπολόγια, σε κουτάκια και τα έκρυβε στην ντουλάπα του. Το καθένα έγραφε απέξω το όνομα της εκάστοτε φιλεναδούλας του : Λίτσα, Τούλα, Μαρία, Βούλα…….
Με τον Αποστόλη ξανασυναντηθήκαμε τυχαία, στο δικηγορικό του γραφείο της οδού Ακαδημίας, μετά πολλά χρόνια. Δεν είχε αλλάξει συνήθειες μόνο τακτική. Τώρα η εκάστοτε ερωμένη ήταν, για όσο κρατούσε ο δεσμός, εκτός από κομπολόι στα χέρια του και ιδιαιτέρα γραμματέας του. Συνήθως ήταν αλλοδαπές γιατί ο Αποστόλης ασχολιόταν με εργατικές διαφορές και είχε πελάτες κυρίως αλλοδαπούς. Πριν πέντε-έξη χρόνια, που τον συνάντησα, είχε γραμματέα μια πανέμορφη Ρουμάνα, τη Νάντια. Τα μάτια της είχαν ένα απίθανο γαλαζοπράσινο χρώμα. Στα χέρια του κρατούσε ένα επίσης υπέροχο κομπολόι με τιρκουάζ χάντρες. Συμφωνήσαμε πως αν αποφάσιζε να την παντρευτεί, τώρα στις εξηνταριές του, θα μου το χάριζε.
Προχτές βρήκα στην ταχυδρομική θυρίδα μου ένα μικρό δεματάκι χωρίς αποστολέα. Μέσα είχε ένα εβένινο ξύλινο κουτάκι με το τελευταίο κομπολόι που είδα να κρατά στα χέρια του ο Αποστόλης. Αυτό που οι χάντρες του είχαν το χρώμα των ματιών της Νάντιας.

Κάλυμνος, Ιούλιος 2007

ΑΠ ΤΙΣ "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΠΕΤΑΜΑ" ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ

... ΧΑΘΗΝΑ !

Η Χαθήνα , είναι μία από τις αόρατες πόλεις που ο Καλβίνο παρέλειψε να αναφέρει ,ίσως γιατί δέν μπόρεσε ούτε αυτός να την δεί . Η μαγική της εικόνα χάνεται τυλιγμένη σε σύννεφο ομίχλης όπως στα παραμύθια. Αν την κοιτάξει κανείς από ψηλά, θα δεί μιά οφθαλμαπάτη ν'αχνίζει άϋλη , έτοιμη να εξαφανιστεί. Σύμβολο της εξαερωμένης αυτής πολιτείας είναι η Αχνόπολη - ένα μνημείο που η ιστορία του χάνεται πίσω στα βάθη των αιώνων.
Η Αχνόπολη φεγγίζει αχνά κάπου στο κέντρο της κυκλοφορίας και δεν διακρίνεται ιδιαίτερα παρά μόνον αν κάποιος την επισκεφτεί. Αυτό το
κάνουν συνήθως οι τουρίστες. Οι κάτοικοι της Χαθήνας δεν χάνουν τον χρόνο τους με πράγματα που τους είναι γνωστά . Προτιμούν να τον χάνουν διασκεδαστικότερα. Γιατί η ζωή σ' αυτή τη μαγική πολιτεία είναι μία συνεχής διασκέδαση. Ένα ολοήμερο παιχνίδι ανεμελιάς όπου οι πάντες παίζουν ψάχνοντας να βρούνε τα πάντα , κάτι σαν το κυνήγι του χαμένου θησαυρού. Όλα είναι διαρκώς χαμένα , εξαφανισμένα ή άϋλα, ιδίως την ώρα που κανείς τα χρειάζεται . Όπως , για παράδειγμα , τά ΤΑΞΙ . Τα οποία χάνονται την ίδια ώρα που είναι χαμένα και τα λεωφορεία . Τότε οι κεντρικοί δρόμοι γεμίζουν καλοδιάθετους γελαστούς ανθρώπους , οι οποίοι κρατούν στο χέρι μεγεθυντικούς φακούς , κυάλια ή άλλα βοηθητικά όργανα , και ψάχνουν στον ορίζοντα για μεταφορικό μέσο που θα τους πάει σπίτι μετά τη δουλειά . Μερικοί τολμηροί κρατούν τηλεσκόπια κι ατενίζουν τον ουρανό - όταν δεν είναι κι αυτός χαμένος - ψάχνοντας για ελικόπτερο ή διαστημικό λεωφορείο .Ή μήπως βρουν τα χαμένα τους όνειρα , αυτά πού έκαναν το πρωί στο γραφείο ότι σήμερα θα'φταναν σπίτι νωρίς . Όμως κανένας δεν χάνει τα κέφια του. Αυτό είναι το μόνο που δεν χάνεται ποτέ στην ανέμελη πόλη.
Το χαμόγελο είναι σήμα κατατεθέν των κατοίκων. Χαμογελαστοί οδηγοί γυρνούν γύρω-γύρω απ' το κέντρο της πόλης και παίζουν "πούντο - πούντο το δαχτυλίδι" ψάχνοντας δρόμους για να φτάσουν στο προορισμό τους χωρίς να πατήσουν το μαγικό δακτύλιο . Ο μαγικός δακτύλιος είναι μιά αόρατη ζώνη αερίων που περιστρέφεται διαστημικά γύρω απ'τον πιό εξαχνωμένο πυρήνα του κέντρου - κι όποιος παίκτης περάσει τη γραμμή χωρίς να 'ναι η σειρά του , είναι χαμένος . Εξαχνώνεται και τον παίρνει ο γερανός , οπότε πρέπει να ξαναπαίξει από την αρχή. Έτσι όλοι χαμογελούν και οδηγούν προσέχοντας να μήν χάσουν πόντους από το δίπλωμά τους μέχρι να φτάσουν στον τελικό στόχο της διαδρομής ,που είναι να βρούν τη χαμένη θέση για παρκάρισμα . Αν η θέση είναι αόρατη επί ώρες , οι οδηγοί συνεχίζουν να γυρνούν γύρω-γύρω μεχρις ότου εξαϋλωθούν και οι ίδιοι. Ένα άλλο δημοφιλές παιχνίδι που διαιωνίζει την ξενοιασια της Χαθήνας είναι το χαμένο πρωινό σε μιά δημόσια υπηρεσία. Χαμογελαστοί δημόσιοι υπάλληλοι , χαμένοι πίσω από στοίβες χαρτιών , ψάχνουν να βρούνε φακέλους χαμένους σε τόμους και τόμους χαμένους σε ράφια. Χαμογελαστοί πολίτες ψάχνουν το δίκιο τους και παραπέμπονται σε άλλα γραφεία με περισσότερους υπαλλήλους και περισσότερα χαρτικά , όπου πλέον μπορούν όλοι να ψάξουν μαζί - και το παιχνίδι αποκτά ενδιαφέρον . Όταν χαθεί όλο το πρωινό , τότε πάνε όλοι ευχαριστημένοι στα σπίτια τους .
Τα σπίτια δεν χάνονται.Είναι ορατά μεσ' στην αόρατη πόλη και πληθαίνουνε συνεχώς. Αυτό που χάνεται μαγικά είναι το πράσινο. Το πράσινο εξαερώνεται λίγο-λίγο στην περιφέρεια της Χαθήνας και γίνεται καπνός. Όταν διαλυθεί ο καπνός, εμφανίζεται μιά απόχρωση καφεμαύρη σαν κάρβουνο. Αυτό το φαινόμενο μεταλλαγής των χρωμάτων οφείλεται σε αόρατους δράστες, οι οποίοι γίνονται επίσης καπνός μαζί με τα δέντρα. Όλ' αυτά βέβαια είναι μέρος του παιχνιδιού. Οι κάτοικοι χαίρονται τα χαμένα τους χρώματα γιατί ξέρουν ότι ποτέ δεν εξαφανίζονται εντελώς . Αν χαθεί , ας πούμε , ένα πράσινο δέντρο , μπορεί να φυτρώσει στη θέση του ένα πράσινο φανάρι . Ή ένα πράσινο άλογο .
Τα χρώματα , άλλωστε , ποτέ δεν χάνονται όλα μαζί - εκτός από κάποιες στιγμές που η Χαθήνα χάνει το φως της. Αυτό συμβαίνει σε εξαιρετικές περιπτώσεις , όταν οι συνοικίες βυθίζονται στο σκοτάδι και οι πάντες πλέον γίνονται αόρατοι . Το καταπληκτικό αυτό παιχνίδι παίζεται όταν οι υπάλληλοι της εταιρείας φωτός ψάχνουν ηλεκτρισμένοι τα δίκια τους , τα ένσημά τους , ή γενικά τον εαυτό τους. Εκτός αν βρέχει , οπότε ψάχνουν απλώς για το βραχυκύκλωμα . Μεσ' στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα οι κάτοικοι ψαχουλεύουν στα σκοτεινά και διασκεδάζουν με τη καρδιά τους ως το ξημέρωμα , παίζοντας κρυφτό ή τυφλόμυγα . Γιατί - εδώ που τα λέμε - η νυχτερινή διασκέδαση είναι η καλύτερή τους . Τη νύχτα όλοι ψάχνουν ξέφρενα , τρέχοντας στη λεωφόρο Συγκρούσεων , στην παραλία του Ταλήρου , στο Παλαμάκι και σ' όλα τα εξαφανισμένα προάστια , γυρεύοντας χαμένα τραπέζια πίσω από αεροστεγώς κρυμμένες πόρτες , πορτιέρηδες , γκαρσόνια και ιπτάμενους δίσκους . Όσο πιό δύσκολα βρίσκουν τραπέζι , τόσο πιό πολύ διασκεδάζουν - μέχρις ότου χάσουν τον ύπνο τους , τα λεφτά τους ή ότι άλλο χρειάζεται να χάσει κανείς για να περάσει καλά. Στο τέλος χάνεται η νύχτα για να ξανάρθει η μέρα απ' την αρχή . Με τα παιχνίδια και τις εξαερώσεις της , τον εξατμισμένο δακτύλιο , τους κύκλους των χαμένων οδηγών , την εξαϋλωμένη Αχνόπολη και τους εξαϋλωμένους κατοίκους να γιορτάζουν χαμένοι πανηγυρικά τις εξανεμισμένες τους Ολυμπιάδες .

ΚΑΛΥΜΝΙΚΑ ΑΚΟΥΣΜΑΤΑ